- αἱρετοί
- αἱρετόςthat may be takenmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MAGISTRATUS — I. MAGISTRATUS apud Romanos, varii fuêre. Varro apud A. Gellium l. 13. c. 12. In Magistratu, inquit, habent alii vocationem, alii prensionem, alii neutrum. Vocationem, ut Consules, et ceteri, qui habent imperium: Prensionem, ut Tribuni Plebis et… … Hofmann J. Lexicon universale
αιρετός — ή, ό (Α αἱρετός, ή, ὸν) Α. [< αἱροῡμαι] 1. αυτός που εκλέγεται ή έχει εκλεγεί κατόπιν ψηφοφορίας (σε αντίθεση προς τον κληρωτό ή τον διορισμένο) 2. αυτός που αξίζει ή δικαιούται να εκλεγεί, ο εκλέξιμος αρχ. 1. αυτός που προτιμά κανείς,… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Третейский суд у древних греков и римлян — Самые ранние сведения о существовании Т. суда в древней Греции восходят к эпохе Гомера, когда переход от личной расправы к договорному началу и признанию правовых норм уже успел совершиться. Самоуправство заменилось спором о праве: стороны… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ХИРОТОНИЯ — • Χειροτονία, поднятие рук самый употребительный способ подачи голосов в греческих народных собраниях как при рассуждениях о государственных делах, так и при выборах. Часто это называлось ψηφίζεσθαι, откуда результат голосования… … Реальный словарь классических древностей
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
αγωνοθέτης — Εκείνος που έκρινε, μαζί με άλλους α., τις διαφορές στους αγώνες στην αρχαία Ελλάδα και έδινε τα έπαθλα. Στους ομηρικούς χρόνους, αλλά και στους κατοπινούς, α. ήταν εκείνος που οργάνωνε έναν αγώνα. Στους μεγάλους όμως αγώνες, όπως τα Ίσθμια, τα… … Dictionary of Greek
βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να … Dictionary of Greek
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek